σπορείο

σπορείο
το
τόπος για την ανάπτυξη φυτών που θα μεταφυτευτούν σε άλλο μέρος: Καταστράφηκαν από το χαλάζι τα σπορεία των καπνών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπορείο — το, Ν [σπόρος] (γεωργ. τεχνολ.) 1. κατάλληλα προετοιμασμένη θέση εδάφους που περιβάλλεται από ξύλινο πλαίσιο ή άλλο οικοδομικό υλικό στην οποία σπέρνονται ορισμένοι μικροί σπόροι που δεν μπορούν να σπαρούν απευθείας στο χωράφι και σπόροι φυτών τα …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα …   Dictionary of Greek

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… …   Dictionary of Greek

  • αετορροφίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, που λέγεται επίσης και κολομπίνα. Τα φυτά του είδους αυτού είναι περίπου 50, όλα ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά πολυετή, ποώδη, με… …   Dictionary of Greek

  • γυψόφιλο — (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50 80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • εσχολτζία — (escholtzia). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των παπαβεριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη της Νότιας Αμερικής. Είναι καλλωπιστικά φυτά και στην Ελλάδα είναι γνωστά με την ονομασία κιτρινοπαπαρούνα. Πιο… …   Dictionary of Greek

  • ζίνια — (zinnia). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), ιθαγενών του Μεξικού. Από τα περίπου 20 είδη, τα πιο διαδεδομένα είναι η ζ. η κομψή και η ζ. του Μεξικού, γιατί παρουσιάζουν ανθοκομικό και κηποτεχνικό ενδιαφέρον. Με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”